- υπεράγω
- ΜΑ [ἄγω]μσν.ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.)αρχ.1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.)2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ.)3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ὑπεράγων, -ουσα, -ονυπέροχος, έξοχος.
Dictionary of Greek. 2013.